- σίφωνας
- σί̱φωνας , σίφωνtubemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίφωνας — σίφωνας, ο και σίφουνας, ο 1. σωλήνας καμπυλωμένος με τον οποίο μεταγγίζουμε το νερό από ένα δοχείο σε άλλο: Η λειτουργία του σίφωνα στηρίζεται στην ατμοσφαιρική πίεση. 2. καμπύλωμα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου. 3. μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
ασκίδια — Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
παροχικός — ή, ό [παροχή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί σε παροχή («παροχικός σίφωνας») … Dictionary of Greek
σίφων — ωνος, ο, ΝΜΑ βλ. σίφωνας … Dictionary of Greek
σιφωνογαμία — η, Ν βοτ. γονιμοποίηση με τη μεσολάβηση ενός σίφωνα, ενός γυρεοσωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonogamy < σίφωνας + γάμος] … Dictionary of Greek
σιφωνογλυφή — η, Ν βιολ. επιμήκης αύλακα στις στενότερες πλευρές, κοιλιακή ή και ραχιαία, τού οισοφάγου τών ανθοζώων κνιδοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonoglyph < σίφωνας + γλυφή] … Dictionary of Greek
σιφωνοειδής — ές, Ν όμοιος με σίφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίφωνας + ειδής*] … Dictionary of Greek